- βόμβος
- Γένος υμενοπτέρων εντόμων της οικογένειας των βομβιδών και της υποτάξης των κλειστογάστρων. Ονομάζονται επίσης ψιθυριστές και μπάμπουρες. Ζουν στην Ευρώπη, την Ασία και σε όλη την Αμερική, σε ετήσιες κοινωνίες, αποτελούμενες από μία βασίλισσα, πολλά αρσενικά και πάρα πολλές εργάτριες. Έχουν κοντόχοντρο τριχωτό σώμα, με θώρακα και κοιλιά ποικιλότροπα χρωματισμένη, με στίγματα και ταινίες λευκές, κίτρινες, μαύρες και κόκκινες, ανάλογα με το είδος.
Το πιο γνωστό είδος στην Ευρώπη είναι ο β. ο αγροτικός,ο οποίος προτιμά να κατασκευάζει τη φωλιά του σε καλλιεργημένο έδαφος και εκμεταλλεύεται συχνά τις στοές που έχουν ανοίξει οι ποντικοί και οι τυφλοπόντικες ή διάφορες φυσικές κοιλότητες. Οι β. είναι χρήσιμα έντομα, γιατί μεταφέρουν από άνθος σε άνθος τη γύρη του τριφυλλιού και άλλων φυτικών ζωοτροφών, πραγματοποιώντας τη γονιμοποίησή τους.
Οι βόμβοι, αναζητώντας το νέκταρ στα φυτά, συντελούν στη γονιμοποίηση των ανθέων.
* * *ο (AM βόμβος)1. ήχος συνεχής και υπόκωφος2. ο κρότος της βροντής, το μπουμπουνητό3. ο συνεχής ήχος που παράγουν ορισμένα έντομα όταν πετούν4. «βόμβος των ώτων» — υποκειμενική ηχητική αίσθηση στ' αφτιά, που μπορεί να προκληθεί από διάφορες τοπικές παθήσειςνεοελλ.άγρια μέλισσα, μεγάλη και τριχωτήαρχ.το γουργούρισμα της κοιλιάς.[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. βόμβος ανήκει σε μια μεγάλη ομάδα ηχομιμητικών ή εκφραστικών τύπων με τη σημασία του «στροβιλίζομαι, περιστρέφομαι, θορυβοποιώ, βομβώ», όπου οι έννοιες της περιστροφικής κινήσεως και του θορύβου βρίσκονται σε στενή σχέσηπρβλ. αρχ. ινδ. bimba «δίσκος, σφαίρα», λεττ. bambu, bambeti «κάνω θόρυβο, βομβώ», λιθ. bimbalas, λεττ. bam bals «σκαθάρι», λιθ. bumbulas, burbulas «φυσαλλίδα», αρχ. σλ. bubenŭ «τύμπανο, ταμπούρλο κ.λπ. Οι λέξεις αυτές ανάγονται στην ινδοευρ. ρίζα *bamb-, που αποτελεί ηχομιμητική απόδοση του υπόκωφου ή βροντερού ήχου. Το λατ. bombus είναι δάνειο από την Ελληνική].
Dictionary of Greek. 2013.